- απόγραφο(ν)
- το юр. первая копия, выписка (которая имеет силу подлинника);
§ απόγραφο(ν) παραγγελμάτων — книга приказов и распоряжений (на военном корабле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ απόγραφο(ν) παραγγελμάτων — книга приказов и распоряжений (на военном корабле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόγραφο — το [απογράφω] αντίγραφο, και ιδίως το επικυρωμένο πρώτο αντίγραφο τελεσίδικης δικαστικής απόφασης … Dictionary of Greek
απόγραφο — το κυρωμένο αντίγραφο δικαστικού εγγράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σηματόγραφο — το, Ν ναυτ. απόγραφο σημάτων, βιβλίο στο οποίο καταγράφονται τα σήματα που δίνονται ή λαμβάνονται σε υπηρεσία τού Πολεμικού Ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + γραφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόγραφον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek